Αδμήτη

Αδμήτη
Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του μυθικού βασιλιά των Μυκηνών Ευρυσθέα. Σύμφωνα με έναν μύθο, η Α. θέλησε να αποκτήσει τη ζώνη της βασίλισσας των Αμαζόνων Ιππολύτης («τον Ιππολύτης κτήσασθαι ζωστήρα») και ο Ηρακλής προθυμοποιήθηκε να της τη φέρει. Με βάση μια διαφορετική, πιο λογική παράδοση, λέγεται ότι η Α. ήταν ιέρεια του ναού της Ήρας στο Άργος και ότι μετά τον θάνατο του πατέρα της κατέφυγε στη Σάμο παίρνοντας μαζί της και το ξόανο της θεάς, που το τοποθέτησε στο πανάρχαιο ιερό Λελέγιον και Νυμφών. Οι Σάμιοι γιόρταζαν κάθε χρόνο με ιδιαίτερη λαμπρότητα το γεγονός της άφιξης της Α. στο νησί τους. Με το ίδιο όνομα αναφέρεται και μια από τις Ωκεανίδες, κόρη του Ωκεανού και της Θέτιδας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ἀδμήτη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀδμήτῃ — Ἀδμήτη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδμήτη — ἄδμητος unbroken fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδμήτῃ — ἄδμητος unbroken fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • АДМЕТА —    • Άδμήτη,          см. Hercules, 8., Геркулес …   Реальный словарь классических древностей

  • Ἀδμήτην — Ἀδμήτη fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀδμήτης — Ἀδμήτη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄδμηται — Ἀδμήτη fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Adméte — ADMÉTE, es, Gr. Ἀδμήτη, ης, (⇒ Tab. III.) des Oceans und der Tethys Tochter, Hesiod. Theog. v. 349. welche von dem α privat. δαμάω, domo, so viel als eine Ungezähmte heißt. Pasor. Ind. ad Hesiod. in Ἀδμήτη …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • Ἀδμήτα — Ἀδμήτᾱ , Ἀδμήτη fem nom/voc/acc dual Ἀδμήτᾱ , Ἀδμήτη fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”